φυλάει

φυλάει
φῡλάει , φυλάζω
form into tribes
fut ind mid 2nd sg (epic)
φῡλάει , φυλάζω
form into tribes
fut ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Beta — Beta Inhaltsverzeichnis 1 Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα …   Deutsch Wikipedia

  • φυλά(γ)ω — φύλαξα, φυλάχτηκα, φυλαγμένος 1. μτβ., προσέχω, επιτηρώ κάτι μην πάθει ή μη φύγει, φρουρώ, στέκομαι ως φύλακας: Δύο στρατιώτες ένοπλοι φυλάγουν τους αιχμαλώτους. 2. προφυλάγω, προστατεύω, υπερασπίζω, σώζω: Ο Θεός να μας φυλάει απ την κακιά την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηλοφύλαξ — (I) μηλοφύλαξ και μαλοφύλαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φυλάει τα μήλα, δηλ. τα πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + φύλαξ (πρβλ. ωνο φύλαξ)]. (II) μηλοφύλαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φυλάει τα μήλα, τους καρπούς τής μηλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Αράπης — ο πληθ. ηδες και άδες, θηλ. ισσα και ίνα 1. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή και ειδικότερα ο Άραβας ή ο Αιγύπτιος: Ήρθε στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ με τους Αραπάδες του. 2. ως προσηγορ. αράπης, ο (θηλ. α), μελαχρινός: Ο ήλιος σ έκανε αράπη. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • άθητος — η, ο 1. άφαντος «έγινε άθητος», έγινε καπνός, στάχτη 2. χρησιμοποιείται (διαλεκτικώς) και στο παιχνίδι το γνωστό ως «κρυφτό», όπου αυτός που «τά φυλάει», ρωτάει τους παίκτες αν είναι άθητοι, δηλαδή άφαντοι, αν έχουν κρυφτεί, κι αυτοί με τη σειρά… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • αγεληκόμος — ἀγεληκόμος και ἀγελοκόμος, ο (Α) αυτός που φροντίζει, που φυλάει αγέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγέλη + κόμος < κομῶ. Το ο στον β τύπο είναι συνθετικό το α στον γ τύπο από αφομοίωση] …   Dictionary of Greek

  • αγελοκομικός — ἀγελοκομικός ή, όν (Α) [ἀγελοκόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ἀγελοκόμο* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀγελοκομική η τέχνη τού να εκτρέφει, να φυλάει κανείς αγέλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”